- υγρόληκτος
- -η, -οπου λήγει σε υγρό σύμφωνο (λ, ρ), που το θέμα του έχει χαρακτήρα υγρό σύμφωνο: Το ρήμα οφείλω είναι υγρόληκτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υγρόληκτος — και υγρόληχτος, η, ο, Ν γραμμ. (για λέξη) αυτός που το θέμα του έχει χαρακτήρα υγρό σύμφωνο, λ ή ρ, όπως λ.χ. τα ρήματα οφείλ ω, διαφθείρ ω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + ληκτος (< λήγω), πρβλ. συμφωνό ληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Δ. Ι.… … Dictionary of Greek
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek